φυλακώνω

φυλακώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φυλακώνω" в других словарях:

  • φυλακώνω — Ν [φυλακή] 1. φυλακίζω, κλείνω κάποιον στη φυλακή 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φυλακωμένος, η, ο φυλακισμένος …   Dictionary of Greek

  • φυλακώνω — φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος, βλ. φυλακίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλακίζω — φυλάκισα, φυλακίστηκα, φυλακισμένος, και φυλακώνω φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος 1. μτβ., κλείνω κάποιον στη φυλακή, τον φυλακώνω, τον κλείνω μέσα. 2. τιμωρώ με την ποινή της φυλάκισης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλάκωμα — το, Ν [φυλακώνω] φυλάκιση, εγκλεισμός στη φυλακή …   Dictionary of Greek

  • φυλακωμένος — η, ο, Ν βλ. φυλακώνω …   Dictionary of Greek

  • φυλακωτός — ή, ό, Ν [φυλακώνω] φυλακωμένος …   Dictionary of Greek

  • φυλακωμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φυλακώνω (βλ. λ.), ο φυλακισμένος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»